“Τα κράτη μέλη μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να επιβάλλουν την αναγραφή πρόσθετων υποχρεωτικών ενδείξεων καταγωγής ή προέλευσης τροφίμων και ιδίως του γάλακτος”, έκρινε σήμερα το Δικαστήριο της ΕΕ
Συγκεκριμένα με σημερινή του απόφαση το ΔΕΕ κρίνει ότι “η νομοθεσία της Ένωσης σχετικά με την εναρμόνιση της υποχρεωτικής ένδειξης της χώρας καταγωγής ή του τόπου προέλευσης των τροφίμων και, ιδίως, του γάλακτος δεν εμποδίζει τη θέσπιση εθνικών μέτρων με τα οποία επιβάλλεται η αναγραφή ορισμένων πρόσθετων ενδείξεων καταγωγής ή προέλευσης”.
Εντούτοις το ΔΕΕ διευκρινίζει ότι “η θέσπιση υποχρέωσης αναγραφής αυτών των ενδείξεων είναι δυνατή, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων, μόνο αν υπάρχει αντικειμενικά αποδεδειγμένη διασύνδεση μεταξύ της καταγωγής ή της προέλευσης ενός τροφίμου και ορισμένων ιδιοτήτων του”.
Το ΔΕΕ επισημαίνει ότι, “με μόνη εξαίρεση ορισμένες κατηγορίες κρέατος, ο σχετικός κανονισμός εναρμονίζει ειδικώς το ζήτημα της υποχρεωτικής αναγραφής της χώρας καταγωγής ή του τόπου προελεύσεως των τροφίμων, συμπεριλαμβανομένου ιδίως του γάλακτος και του γάλακτος που χρησιμοποιείται ως συστατικό, στις περιπτώσεις που η παράλειψη της ενδείξεως αυτής θα μπορούσε να παραπλανήσει τους καταναλωτές”.
Κατά το ΔΕΕ η εν λόγω εναρμόνιση “δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν μέτρα που να επιβάλλουν την αναγραφή πρόσθετων υποχρεωτικών ενδείξεων καταγωγής ή προέλευσης, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαριθμούνται στον κανονισμό: αφενός, η υποχρέωση αναγραφής τέτοιων ενδείξεων πρέπει να δικαιολογείται από έναν ή περισσότερους λόγους που αφορούν την προστασία της δημόσιας υγείας, την προστασία των καταναλωτών, την πρόληψη της απάτης, την προστασία των δικαιωμάτων βιομηχανικής και εμπορικής ιδιοκτησίας, τις αναγραφές προελεύσεως ή τις ελεγχόμενες ονομασίες προελεύσεως, καθώς και την πρόληψη του αθέμιτου ανταγωνισμού∙ αφετέρου, η θέσπιση τέτοιων μέτρων είναι δυνατή μόνο όταν υπάρχει αποδεδειγμένη διασύνδεση μεταξύ ορισμένων ιδιοτήτων του τροφίμου και της καταγωγής ή της προελεύσεώς τους, και εφόσον τα κράτη μέλη παρέχουν στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν ότι η πλειονότητα των καταναλωτών προσδίδει ιδιαίτερη αξία στην παροχή αυτής της πληροφορίας”.
Πηγή : ΚΥΠΕ